Ταρταρίνος

Ταρταρίνος
ο, Ν
1. όνομα ενός κωμικοτραγικού προσώπου τού γαλλικού μυθιστορήματος ο οποίος παρίστανε τον εαυτό του ως ήρωα ανύπαρκτων κατορθωμάτων
2. ως προσηγ. ο ταρταρίνος
ψευτοπαληκαράς, καυχηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartarin. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταρτάρινος — ον, Μ [Τάρταρος] 1. δεινός, τρομερός («ὦ φθόνε, πλοῑον πισσοειδές, ταρτάρινον», ΨΧρυσ.) 2. ταρταρηφόρος* …   Dictionary of Greek

  • ταρταρινισμός — ο, Ν 1. καυχησιολογία 2. η ιδιότητα τού ψευτοπαληκαρά, ψευτοπαληκαρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρταρίνος + σμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”